- (ε)πιτυχημένος
- η , ο успешный, удачный;
(ε)πιτυχημένο κοστούμι — удачный костюм;
(ε)πιτυχημένο αστείο — остроумная шутка;
(ε)πιτυχημένη παράσταση — спектакль, имевший успех
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
(ε)πιτυχημένο κοστούμι — удачный костюм;
(ε)πιτυχημένο αστείο — остроумная шутка;
(ε)πιτυχημένη παράσταση — спектакль, имевший успех
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
(ε)πιτυχαίνω — και πετυχαίνω (ε)πέτυχα και πέτυχα, επιτεύχτηκα, (ε)πιτυχημένος και πετυχημένος, μτβ. και αμτβ. 1. τυχαίνει να βρω, συναντώ τυχαία: Καλά που σε πέτυχα. 2. βρίσκω το στόχο: Τον πέτυχε με μία σφαίρα. 3. βρίσκω ό,τι ζητώ, φτάνω στο αποτέλεσμα που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)